- περιβασώ
- περιβασώ, οῦς, ἡ, ([etym.] περιβαίνω) obsc. name of Aphrodite in Argos, Hsch., prob. in Clem.Al.Protr.2.39.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβασώ — οῡς, ἡ, Α αυτή που περπατά γύρω γύρω, που τριγυρίζει 2. (ως άσεμνος χαρακτηρισμός) (για την Αφροδίτη στο Άργος) ανοικτοσκελής, αυτή που ανοίγει εύκολα τα πόδια της 3. συνεκδ. γυναίκα εύκολη, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιβασ τού περιβαίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
περιβασία — ἡ, Α περιβασώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιβασ τού περιβαίνω (πρβλ. περίβασις), κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek